Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

τὰ ἐπιζήμια

См. также в других словарях:

  • ἐπιζημίᾳ — ἐπιζημίᾱͅ , ἐπιζήμιος fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιζήμια — ἐπιζήμιος neut nom/voc/acc pl ἐπιζήμιος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιζημίας — ἐπιζημίᾱς , ἐπιζήμιος fem acc pl ἐπιζημίᾱς , ἐπιζήμιος fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μπλέκω — 1. περιπλέκω, ανακατώνω, μπερδεύω κάτι («πάλι έμπλεξα τις κλωστές») 2. μτφ. παρασύρω κάποιον σε επιζήμια ή κακή υπόθεση («τόν έμπλεξαν στα ναρκωτικά») 3. κάνω κάποιον να συνάψει ερωτικές σχέσεις μαζί μου («τόν έμπλεξε μια ζωντοχήρα») 4. (αμτβ.)… …   Dictionary of Greek

  • пакостьныи — (36) пр. 1.Вредный, пагубный: вещемъ же пакостьнымъ и вс˫ако бѣдьнымъ. себе вълагати… не покоримъс˫а. (ἐπιβλαβέσι) ЖФСт к. XII, 92 об.; повинѣмсѧ ѹбо великому сему ѹч҃тлеви. ˫ако да ѹбѣжимъ лжеименьнаго и пакостнаго разума мирьскы˫а мудрости. ПНЧ …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • άθηρος — ἄθηρος, ον (Α) [θηρ] 1. (για τόπους) ο δίχως άγρια θηρία ή δίχως κυνήγι 2. φρ. «ἄθηρος ἡμέρα», άπρακτος, ανωφελής 3. αυτός που απομακρύνει, απωθεί επιζήμια ζώα 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἄθηρον το να είναι κανείς απρόσβλητος από κυνήγι ή απρόσφορος… …   Dictionary of Greek

  • ακάρεα — (acari). Τάξη αραχνιδίων με κεφαλοθώρακα που δεν διαχωρίζεται από την κοιλιά και με στοματικό σύστημα που φέρει ρύγχος διαμορφωμένο ανάλογα με την τροφή τους. Τα α. που ζουν ελεύθερα τρέφονται με οργανικά υπολείμματα· τα α. που ζουν ως παράσιτα… …   Dictionary of Greek

  • ακρίδα — Κοινή ονομασία εντόμων που ανήκουν στις υποτάξεις των ξιφοφόρων και των κοιλοφόρων. Διακρίνονται εύκολα μεταξύ τους γιατί τα πρώτα έχουν πολύ μακριές και νηματοειδείς κεραίες, ενώ τα δεύτερα κοντόχοντρες· επιπλέον τα ξιφοφόρα έχουν μακρύ… …   Dictionary of Greek

  • ακρωτηριασμός — Η απώλεια ενός μέλους του σώματος ή, ευρύτερα, η απώλεια κάποιας ικανότητας ενός ατόμου. Στην ιατρική α. ονομάζεται η χειρουργική αφαίρεση μέλους ή τμήματος μέλους του σώματος ή τμήματος ενός οργάνου. Οι λόγοι που οδηγούν τον χειρουργό να κάνει α …   Dictionary of Greek

  • απόσβεση — Όρος που χρησιμοποιείταιμε διάφορες σημασίες σε διάφορους κλάδους, όπως η λογιστική, η οικονομία, η δημοσιονομία και το εμπορικό δίκαιο. Α. ενός χρέους είναι τρόπος τμηματικής επιστροφής του οφειλόμενου ποσού, ο οποίος βασίζεται στην καταβολή… …   Dictionary of Greek

  • ατύλιχτος — η, ο 1. αυτός που δεν είναι περιτυλιγμένος με χαρτί ή ύφασμα 2. αυτός που δεν έχει διπλωθεί ή συσκευαστεί σε δέμα, αδίπλωτος 3. (για νήμα) ακουβάριαστος 4. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει με δόλο παρασυρθεί σε γάμο ή μπλεχτεί σε υπόθεση ή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»